Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυνήκοοι — συνήκοοι , συνήκοος hearing together masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομάκοοι — ὁμάκοοι, οἱ (Α) (στους Πυθαγορείους) συνήκοοι, συνακροατές, συμμαθητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + άκοος (< ἀκούω), πρβλ. συν άκοος)] … Dictionary of Greek